Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Σύφιλη

Γνώρισα κάποια Μπενεντίκτα, που σκορπούσε σ' όλη την ατμόσφαιρα το ιδανικό, και που τα μάτια της μετέδιδαν ολόγυρα την επιθυμία για μεγαλείο, για ομορφιά, για δόξα και για καθετί που μας κάνει να πιστεύουμε στην αθανασία.
Αλλά, αυτή η θαυματουργή κοπέλα ήταν υπερβολικά ωραία για να ζήσει πολύ - κι έτσι, πέθανε λίγες μέρες αφ' ότου τη γνώρισα, και την έθαψα εγώ ο ίδιος, μια μέρα που η άνοιξη κουνούσε το θυμιατήρι της ως μέσα στα νεκροταφεία. Εγώ την έθαψα, καλά κλεισμένη μέσα σ' ένα φέρετρο απο ξύλο αρωματικό και άφθαρτο σαν τα ινδικά σεντούκια.
Και όπως τα μάτια μου έμεναν καρφωμένα στο μέρος οπου ηταν παραχωμένος ο θησαυρός μου, είδα έξαφνα ενα κορίτσι που έμοιαζε καταπληκτικά στην πεθαμένη, και πού, χτυπώντας δυνατά τα πόδια πάνω στο φρέσκο χώμα με
μια υστερική κι αλλόκοτη βιαιότητα, έλεγε ξεσπώντας στα γέλια: "Εγώ είμαι, η αληθινή Μπενεντίκτα! Εγώ ειμαι! Ένα σπουδαίο παλιοθήλυκο! Και για να τιμωρηθεί η τρέλα σου και η τύφλωσή σου, θα μ' αγαπάς έτσι όπως ειμαι!"
Αλλα εγώ, μανιασμένος, απάντησα: "Όχι! όχι! όχι!" Και για να τονίσω περισσότερο την άρνησή μου, χτύπησα τη γή με το πόδι μου τόσο βίαια, που η γάμπα μου χώθηκε μέχρι το γόνατο στο πρόσφατο μνήμα, και, σαν παγιδευμένος λύκος, μένω προσκολλημένος, ίσως για πάντα, στον τάφο του
ιδανικού.
Σαρλ Μπωντλαίρ

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

ένα τίτλο είχα φυλάξει. αλλά έβαλα εικόνα.

Με το γιακά σηκωμένο, τυλιγμένο σφιχτά μ' ένα μαντίλι, για να κρατάει τη ζέστη, γυρνοκοπάω στις βρωμερές, σκοτεινές αποθήκες στην αγαπημένη αποβάθρα του Σαν Πέντρο, τα διυλιστήρια να μυρίζουν την υγρή ομίχλη, σαν καμένο λάστιχο, νύχτα Χριστουγέννων του '51, φανερωμένα μυστικά αυτής της γριάς στρίγκλας του Ειρηνικού, αριστερά μου τα βρωμόνερα του Κόλπου, όλο λάδια που γλείφουν τις σάπιες κολόνες, στα ανοιχτά η θάλασσα μολυβιά, τα φώτα λαμπυρίζουν στην παλίρροια, φώτα από καράβια πλησιάζουν ή παρατάνε αυτή την τελευταία κόχη της αμερικάνικης γης. Στ' ανοιχτά, εκεί στην αγριάδα του ωκεανού, απ' όπου έρχεται το σκουλήκι, αόρατο, σα μάγισσα σε σκουπόξυλο, ξαπλωμένη σ' ένα ελεεινό ντιβάνι, δήθεν αδιάφορα, τα μαλλιά ν' ανεμίζουν, ψάχνει να βρει την κατακόκκινη ηδονή των εραστών και να την κατασπαράξει. Ο θάνατος, με τ' όνομα, το πλοίο της κόλασης, το Ρόουμερ, βαμμένο μαύρο, με πορτοκαλιά ξάρτια, έρχεται σαν φάντασμα, το μόνο που ακούς είναι το τρέμολο της μηχανής που σέρνεται προς την αποβάθρα του Σαν Πέντρο, κατευθείαν από Νέα Υόρκη μέσω Παναμά, και μέσα είναι ο παλιόφιλος, ας τον πούμε Ντένι Μπλέη, που μ' έβαλε να κάνω τρεις χιλιάδες μίλια με λεωφορείο, με την υπόσχεση ότι θα μπορέσω να μπαρκάρω και να κάνω το υπόλοιπο ταξίδι - τον γύρο του κόσμου. Και μια και είμαι στο δρόμο πάλι, και δεν έχω τίποτα να κάνω, από το να γυρνοκοπάω μουτρωμένος στην αληθινή Αμερική με την ψεύτικη καρδιά μου, να'μαι, έτοιμος να γίνω ένας τρανός λαντζέρης σ' αυτόν τον σκυλοπνίχτη, για να μπορέσω να ψωνίσω το επόμενο παρδαλό μου πουκάμισο απ' το παζάρι του Χονγκ Κονγκ, να παίξω πόλο σε καμιά καθωσπρέπει λέσχη της Σιγκαπούρης ή στις ιπποδρομίες της Αυστραλίας, όλα το ίδιο κάνουν, αρκεί να'χει ενδιαφέρον και να γυρίσω τον κόσμο.
 

Τζακ Κέρουακ, Μοναχικός ταξιδιώτης 

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

μ.

Ο ιός μοιάζει μ' ένα τεράστιο χταπόδι που περνάει μέσ' απ' όλα τα σώματα της πόλης, μεταλλασσόμενος σε ποικίλες μορφές: στον πυρετό του φόνου, στον πυρετό της πτήσης, στον πυρετό του μαύρου μίσους. Όταν συμβεί αυτό, όλη η ενέργεια του θύματος συγκεντρώνεται σε μια δραστηριότητα ή σ' ένα σκοπό. Υπάρχει ένας πυρετός των στοιχημάτων και ένας πυρετός του χρήματος που προσβάλλει τους ανθρώπους δίχως πόνο - με μάτια που γυαλίζουν, τραβούν προς το μέρος τους το χρήμα με τρομερή απληστία, τρέμοντας σαν πεινασμένες μυγαλές. Υπάρχει επίσης ένας πυρετός της δραστηριότητας: τα θύματα τρέχουν από 'δω κι από 'κει ζητώντας μανιασμένα να οργανώσουν τα πάντα, ενεργούν σαν πράκτορες οποιουδήποτε ανθρώπου ή οργανισμού, περιφέρονται στους δρόμους ψάχνοντας απεγνωσμένα για συνδέσμους.
 
Ουίλιαμ Μπάροουζ, Οι πόλεις της Κόκκινης Νύχτας
 
 

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Την επόμενη ζωή μου θέλω να τη ζήσω ανάποδα. Ξεκινάς από νεκρός. Έτσι το γλιτώνεις αυτό. Μετά ξυπνάς σε ένα γηροκομείο και αισθάνεσαι κάθε μέρα και καλύτερα. Σε πετάνε έξω από το γηροκομείο γιατί δεν είσαι πλέον τόσο γέρος.
Πηγαίνεις και εισπράττεις την σύνταξή σου και μετά όταν αρχίζεις να δουλεύεις σου
δίνουν δώρο ένα χρυσό ρολόι και κάνουν πάρτι για σένα την πρώτη μέρα στην δουλειά. Δουλεύεις τα επόμενα 40 χρόνια μέχρι να γίνεις νέος και να χαρείς την ζωή.

Κάνεις πάρτι, πίνεις αλκοόλ και γενικά είσαι "ατακτούλης". Μετά είσαι έτοιμος για το γυμνάσιο. Μετά πας στο δημοτικό, γίνεσαι παιδί, παίζεις. Δεν έχεις ευθύνες, γίνεσαι βρέφος μέχρι τη στιγμή που γεννιέσαι.
Μετά περνάς 9 μήνες κολυμπώντας σε ένα πολυτελές σπά με όλα τα κομφόρ, κεντρική θέρμανση και πλήρη εξυπηρέτηση, μεγαλύτερο χώρο κάθε μέρα και... να το! Τελειώνεις σαν ένας οργασμός...

Η επόμενη ζωή μου, του Γούντυ Άλλεν

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

am

terrified again
of not loving
of loving and not you
of being loved and not by you
of knowing not knowing pretending
pretending

I and all the others that will love you
if they love you
unless they love you...

Cascando S.B

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Η Αποπλάνηση των Αγγέλων




"Ν' αποπλανάς αγγέλους μόνο στο άψε-σβήσε:
Στρίμωξ’ τον νέτα-σκέτα στου σπιτιού την μπάση
τη γλώσσα χωσ’ στο στόμα του, το χέρι ας φτάσει
κάτω απ’ τη φούστα, ώσπου να χύσει, στήσε
την όψη του στον τοίχο, σήκωσ’ το φουστάνι
και γάμησέ τον. Κι’ αν βογγάει απ’ το γαμήσι
σφίξ’ τον γερά και κάνε τον διπλά να χύσει
αλλιώς στα χέρια σου ένα σοκ θα σ’ τον ξεκάνει.

Πες του όλο χάρη με τον πισινό να σειέται
πες του τα’ αρχίδια σου απαλά να σου τα πιάσει
πες του άφοβα να πέσει κάτω, να ησυχάσει
στη γλύκα, όσο ακόμα ανάμεσα ουρανού και γης κρεμιέται.

Αλλά στα μάτια, όσο γαμάς, μην τον κοιτάζεις
και τις φτερούγες του, άνθρωπέ μου, μην του σπάζεις."




Μπέρτολτ Μπρεχτ

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Act Without Words I


together we would howl like wolves