Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

ένα τίτλο είχα φυλάξει. αλλά έβαλα εικόνα.

Με το γιακά σηκωμένο, τυλιγμένο σφιχτά μ' ένα μαντίλι, για να κρατάει τη ζέστη, γυρνοκοπάω στις βρωμερές, σκοτεινές αποθήκες στην αγαπημένη αποβάθρα του Σαν Πέντρο, τα διυλιστήρια να μυρίζουν την υγρή ομίχλη, σαν καμένο λάστιχο, νύχτα Χριστουγέννων του '51, φανερωμένα μυστικά αυτής της γριάς στρίγκλας του Ειρηνικού, αριστερά μου τα βρωμόνερα του Κόλπου, όλο λάδια που γλείφουν τις σάπιες κολόνες, στα ανοιχτά η θάλασσα μολυβιά, τα φώτα λαμπυρίζουν στην παλίρροια, φώτα από καράβια πλησιάζουν ή παρατάνε αυτή την τελευταία κόχη της αμερικάνικης γης. Στ' ανοιχτά, εκεί στην αγριάδα του ωκεανού, απ' όπου έρχεται το σκουλήκι, αόρατο, σα μάγισσα σε σκουπόξυλο, ξαπλωμένη σ' ένα ελεεινό ντιβάνι, δήθεν αδιάφορα, τα μαλλιά ν' ανεμίζουν, ψάχνει να βρει την κατακόκκινη ηδονή των εραστών και να την κατασπαράξει. Ο θάνατος, με τ' όνομα, το πλοίο της κόλασης, το Ρόουμερ, βαμμένο μαύρο, με πορτοκαλιά ξάρτια, έρχεται σαν φάντασμα, το μόνο που ακούς είναι το τρέμολο της μηχανής που σέρνεται προς την αποβάθρα του Σαν Πέντρο, κατευθείαν από Νέα Υόρκη μέσω Παναμά, και μέσα είναι ο παλιόφιλος, ας τον πούμε Ντένι Μπλέη, που μ' έβαλε να κάνω τρεις χιλιάδες μίλια με λεωφορείο, με την υπόσχεση ότι θα μπορέσω να μπαρκάρω και να κάνω το υπόλοιπο ταξίδι - τον γύρο του κόσμου. Και μια και είμαι στο δρόμο πάλι, και δεν έχω τίποτα να κάνω, από το να γυρνοκοπάω μουτρωμένος στην αληθινή Αμερική με την ψεύτικη καρδιά μου, να'μαι, έτοιμος να γίνω ένας τρανός λαντζέρης σ' αυτόν τον σκυλοπνίχτη, για να μπορέσω να ψωνίσω το επόμενο παρδαλό μου πουκάμισο απ' το παζάρι του Χονγκ Κονγκ, να παίξω πόλο σε καμιά καθωσπρέπει λέσχη της Σιγκαπούρης ή στις ιπποδρομίες της Αυστραλίας, όλα το ίδιο κάνουν, αρκεί να'χει ενδιαφέρον και να γυρίσω τον κόσμο.
 

Τζακ Κέρουακ, Μοναχικός ταξιδιώτης 

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

μ.

Ο ιός μοιάζει μ' ένα τεράστιο χταπόδι που περνάει μέσ' απ' όλα τα σώματα της πόλης, μεταλλασσόμενος σε ποικίλες μορφές: στον πυρετό του φόνου, στον πυρετό της πτήσης, στον πυρετό του μαύρου μίσους. Όταν συμβεί αυτό, όλη η ενέργεια του θύματος συγκεντρώνεται σε μια δραστηριότητα ή σ' ένα σκοπό. Υπάρχει ένας πυρετός των στοιχημάτων και ένας πυρετός του χρήματος που προσβάλλει τους ανθρώπους δίχως πόνο - με μάτια που γυαλίζουν, τραβούν προς το μέρος τους το χρήμα με τρομερή απληστία, τρέμοντας σαν πεινασμένες μυγαλές. Υπάρχει επίσης ένας πυρετός της δραστηριότητας: τα θύματα τρέχουν από 'δω κι από 'κει ζητώντας μανιασμένα να οργανώσουν τα πάντα, ενεργούν σαν πράκτορες οποιουδήποτε ανθρώπου ή οργανισμού, περιφέρονται στους δρόμους ψάχνοντας απεγνωσμένα για συνδέσμους.
 
Ουίλιαμ Μπάροουζ, Οι πόλεις της Κόκκινης Νύχτας