Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Σύφιλη

Γνώρισα κάποια Μπενεντίκτα, που σκορπούσε σ' όλη την ατμόσφαιρα το ιδανικό, και που τα μάτια της μετέδιδαν ολόγυρα την επιθυμία για μεγαλείο, για ομορφιά, για δόξα και για καθετί που μας κάνει να πιστεύουμε στην αθανασία.
Αλλά, αυτή η θαυματουργή κοπέλα ήταν υπερβολικά ωραία για να ζήσει πολύ - κι έτσι, πέθανε λίγες μέρες αφ' ότου τη γνώρισα, και την έθαψα εγώ ο ίδιος, μια μέρα που η άνοιξη κουνούσε το θυμιατήρι της ως μέσα στα νεκροταφεία. Εγώ την έθαψα, καλά κλεισμένη μέσα σ' ένα φέρετρο απο ξύλο αρωματικό και άφθαρτο σαν τα ινδικά σεντούκια.
Και όπως τα μάτια μου έμεναν καρφωμένα στο μέρος οπου ηταν παραχωμένος ο θησαυρός μου, είδα έξαφνα ενα κορίτσι που έμοιαζε καταπληκτικά στην πεθαμένη, και πού, χτυπώντας δυνατά τα πόδια πάνω στο φρέσκο χώμα με
μια υστερική κι αλλόκοτη βιαιότητα, έλεγε ξεσπώντας στα γέλια: "Εγώ είμαι, η αληθινή Μπενεντίκτα! Εγώ ειμαι! Ένα σπουδαίο παλιοθήλυκο! Και για να τιμωρηθεί η τρέλα σου και η τύφλωσή σου, θα μ' αγαπάς έτσι όπως ειμαι!"
Αλλα εγώ, μανιασμένος, απάντησα: "Όχι! όχι! όχι!" Και για να τονίσω περισσότερο την άρνησή μου, χτύπησα τη γή με το πόδι μου τόσο βίαια, που η γάμπα μου χώθηκε μέχρι το γόνατο στο πρόσφατο μνήμα, και, σαν παγιδευμένος λύκος, μένω προσκολλημένος, ίσως για πάντα, στον τάφο του
ιδανικού.
Σαρλ Μπωντλαίρ